- ἀτάρμυκτος
- ἀτάρμυκτος, ον,A unblenching, unflinching,
ὄμμα Euph.124
;φρενὸς οἶστρος Nic.Al.161
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄμμα Euph.124
;φρενὸς οἶστρος Nic.Al.161
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατάρμυκτος — ἀτάρμυκτος, ον (Α) [ταρμύσσω] (για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς … Dictionary of Greek
ἀτάρμυκτον — ἀτάρμυκτος unblenching masc/fem acc sg ἀτάρμυκτος unblenching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρμύκτοισιν — ἀτάρμυκτος unblenching masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρμύκτῳ — ἀτάρμυκτος unblenching masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] … Dictionary of Greek